το τέλος της ιστορίας σε απευθείας μετάδοση

Από το «Βυτίο» (μέσω «Ραμνουσία»)

ποστίδιο παρασκευασμένο μετά από παραγγελία του Ανδρέα Ράπτη για το popaganda.gr ως μέρος μιας συζήτησης για τη βία

Όπως σχεδόν όλες οι συζητήσεις στην Ελλάδα, η συζήτηση για τη βία γίνεται με καθαρά τηλεοπτικούς όρους. Συμψηφίζουμε ότι μας έρθει στο κεφάλι ή ότι εξυπηρετεί τη θέση μας, μπερδεύουμε τα πάντα (η αρετή της διάκρισης δεν επισκέφθηκε ακόμη τα τηλεοπτικά πλατό), μένουμε στην επιφάνεια και κυρίως καταδικάζουμε. Χωρίς δεύτερες σκέψεις και δισταγμούς, κάθε δέκα περίπου δευτερόλεπτα είτε καταδικάζουμε είτε μας ζητείται να καταδικάσουμε. Αν δεν απαντήσεις γρήγορα ναι, μάλιστα, μπορεί και να καταταχτείς αυτομάτως στους ύποπτους, στους εχθρούς της δημοκρατίας και βέβαια στην κατηγορία ΑΚΡΑΙΟΣ, που εφευρέθηκε τα τελευταία χρόνια ώστε να μπορούν να τη χρησιμοποιούν «πρώην» ακροδεξιοί, πρώην και νυν υπόδικοι για όλων των ειδών τις υποθέσεις που έχουν να κάνουν με το δημόσιο χρήμα και κυρίως οι φανατικοί της λιτότητας των άλλων.

Η συζήτηση λοιπόν για τη βία γίνεται μονίμως όταν χρειάζεται να αλλάξουμε το θέμα, μην επιτρέποντας να αντιληφθούμε ποιο είναι το κέντρο ενός ζητήματος. Όπως για παράδειγμα με τα πανεπιστήμια, για τα οποία οι καταλήψεις και το χτίσιμο του γραφείου ενός καθηγητή, είναι η αιτία, η ένδειξη και η απόδειξη ταυτόχρονα ότι έχουμε τα χειρότερα πανεπιστήμια του κόσμου. Όλα αυτά βέβαια όχι γιατί μας έπιασε ο πόνος για ανοιχτά πανεπιστήμια, μάθημα, γνώση κλπ. Όλα αυτά γιατί θέλουμε να αποφύγουμε να μιλήσουμε για κάτι άλλα μικρά προβληματάκια, όπως ας πούμε το τι σημαίνει ΔΑΠ και ΠΑΣΠ για το ελληνικό πανεπιστήμιο, τι σημαίνει σημειώσεις της παράταξης με τα «sos», περασμένα μαθήματα, ακαδημαϊκή καριέρα, καθηγητές που λείπουν κάπου σε κάποιο σημείο, υποχρηματοδότηση, έλλειψη υποδομών ή τί σημαίνει ότι η κοινωνία ρωτάει, εμπιστεύεται και χρησιμοποιεί την επιστημονική γνώση. Όσο γι’ αυτό το τελευταίο μας έχει απαντήσει από καιρό ο βουλευτής της κυβέρνησης κύριος Ταμήλος. Δεν θα γίνουμε εμείς επιστήμονες, εμείς είμαστε ΔΑΠ, αυτό φτάνει για να παίρνουμε αποφάσεις, να βγάζουμε μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων και να σχεδιάζουμε το μέλλον της χώρας. Κάπως έτσι τεχνοκράτης σημαίνει Στουρνάρας, στη χώρα της μαύρης δεξιάς.

Με τον ίδιο τρόπο για να μη μιλήσουμε για το τι σημαίνει αστυνομία στη χώρα μας, όταν βλέπουμε ξεκάθαρα στοιχεία βασανισμού, λέμε: βίαιοι ληστές ήταν στο Βελβεντό, τρομοκράτες, τους συνέλαβαν και αντί να πούμε μπράβο, ψελλίζουμε αηδίες για τα δικαιώματα των κρατουμένων. Επιτέλους δεν μπορείτε να πείτε ένα μπράβο στην ΕΛΑΣ; Μήπως δεν καταδικάζετε τους υπερτρομοκράτες της Κοζάνης; Μήπως δεν σας αρέσει η δημοκρατία; Καταδικάστε επιτέλους τη βία.

Με ένα απλό spin, η ουσία του θέματος μετατοπίζεται απλά στο πόσο απεχθής είναι η βία των αριστεριστών, αναρχικών (ελάτε τώρα που έχει διαφορά το τρομοκράτης και το αναρχικός, ψιλά γράμματα) και συνδικαλιστών.

Για να μην ξεφεύγω όμως με την περιπτωσιολογία. Όλη η ιστορία με την καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται έχει να κάνει με μια απλή σκέψη. Λένε, όσοι ανατριχιάζουν με τα εκάστοτε έκτροπα της οπισθοδρομικής ελληνικής κοινωνίας, στην Ανατροπή κάθε Δευτέρα βράδυ: Έχουμε δημοκρατία και στη δημοκρατία υπάρχουν συγκεκριμένες διαδικασίες για να ασκείς κριτική, να διαμαρτύρεσαι και να φέρνεις αλλαγές. Η διαδικασία είναι γνωστή και για να μην κουραζόμαστε συνοψίζεται στην παρουσία μας κάθε 4 χρόνια μέσα στο παραβάν. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, ότι κι αν γίνεται. Ότι κι αν συμβαίνει, δεν υπάρχει κάποιο όριο που μπορεί να ξεπεραστεί και το οποίο να νομιμοποιεί κάποια άλλη ενέργεια απ’ την υπομονή για τις εκλογές. Ότι κι αν συμβαίνει, έχουμε δημοκρατία.

Βασικά έχουμε το τέλος της ιστορίας. Το τέλος της αναζήτησης. Από δω και πέρα θα έχουμε δημοκρατία. Οι επαναστάσεις ανήκουν στο παρελθόν και μάλιστα σε ένα παρελθόν, που σιγά σιγά η επίσημη αφήγηση της ιστορίας θα μας εξηγεί ότι και αυτές δεν τις χρειαζόμασταν τελικά, γιατί ήταν βίαιες, αιματηρές και δεν επέτρεπαν στους απλούς πολίτες να κάνουν τα ψώνια τους. Όποιο λοιπόν κι αν είναι το περιεχόμενο της διακυβέρνησης τη μέρα που ζεις, αφού η ρεκλάμα λέει δημοκρατία, κάθε μη αποδεκτή αντίδραση, κάθε αντίδραση που ξεπερνάει το όριο (όριο: γιαούρτι, κλείσιμο της Πανεπιστημίου, απεργία, οργάνωση σωματείου, κατάληψη ή ένοπλος αγώνας – όλα το ίδιο είναι πάνω κάτω, βίαιες ενέργειες ενάντια στη δημοκρατία μας), θα διώκεται και θα καταδιώκεται. Τίποτα απ’ όλα αυτά που ξεπερνούν το όριο, δεν είναι ανεκτό. Τίποτα δεν μπορεί να έχει νομιμοποίηση, τίποτα δεν μπορεί να μην είναι καταδικαστέο.

Συνεπώς, αν καταργούν τα εργασιακά δικαιώματα, αν αποφασίζουν με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, αν καταστρέφουν το τοπίο και τη ζωή σε μια περιοχή (ή έστω αν δεν είναι αποδεδειγμένο ότι δεν το κάνουν), αν κάνουν «δουλίτσες» με επιχειρηματίες, αν τροφοδοτούν ένα παρακράτος που δολοφονεί, αν κάνουν μαζικές τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, αν κάνουν μαζικές προσαγωγές διεμφυλικών ατόμων χωρίς λόγο ή αν διαπομπεύουν ασθενείς, όλα αυτά εμπίπτουν στα πλαίσια της Δημοκρατίας. Αν δε σ’ αρέσει, να το καταγγείλεις, θα κάνουμε ΕΔΕ. Αν δεν έχεις εμπιστοσύνη στις ΕΔΕ, να πας στα δικαστήρια. Αν και εκεί δεν βρεις δικαιοσύνη, να το καταγγείλεις στο βουλευτή σου. Αν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν λειτουργεί (ή λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο), τότε δεν έχεις παρά να πας σε τέσσερα χρόνια να ψηφίσεις. Όλα τ’ άλλα είναι βία.

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ζούμε μια πορεία χωρίς επιστροφή, μια ανυπολόγιστη καταστροφή. Δεν πρόκειται για κάποια μέτρα σε λάθος κατεύθυνση που θα έρθει μια επόμενη κυβέρνηση ή ένας επόμενος υπουργός να τα διορθώσει. Η καταστροφή του φυσικού τοπίου, ο αποχαρακτηρισμός δασικών εκτάσεων δεν έχει επιστροφή. Ότι σ’ αυτά τα χρόνια άνθρωποι βγήκαν στο περιθώριο, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, έμειναν άνεργοι για καιρό ή έχασαν μέρος της σύνταξης ή του εφάπαξ τους, δεν είναι απλά μια άστοχη διοικητική πράξη. Πρόκειται για κομμάτια μιας πολιτικής που για κάποιους σημαίνουν μια κατάρρευση χωρίς επιστροφή.

Η καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται δεν έχει ως αφετηρία μια ειλικρινή αγωνία για την διάλυση του κοινωνικού ιστού. Η καταδίκη της βίας έχει ως μοναδικό σκοπό να μας υπενθυμίζει τη θέση μας και τα αποδεκτά απ’ αυτό το (ας το πούμε δεν είναι ντροπή) αυταρχικό καθεστώς εργαλεία. Όταν ο υπουργός ρωτάει κοιτώντας την κάμερα αν ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΤΕ; ΝΑΙ ή ΌΧΙ; στην πραγματικότητα μας ζητάει να καθίσουμε ήσυχοι και να κάνουμε ζάπινγκ. Μας ζητάει να μη ζητάμε πολλά. Μας ζητάμε να δεχτούμε τη μοίρα μας, να υπομείνουμε τη ρεάλ πολιτίκ και να σταματήσουμε να μετράμε τα θύματα.

Μας ζητάει ο υπουργός ή και ο ίδιος ο πρωθυπουργός μέσω της θεωρίας των δύο άκρων να συναινέσουμε, να εισέλθουμε μετανοημένοι στο ναό του «Κέντρου». Δεν υπάρχουν ανατροπές ή επαναστάσεις. Δεν υπάρχουν καν αντιστάσεις. Δεν υπάρχει ανάγκη για αντιστάσεις πια. Μας ζητάει να ξεχάσουμε τις ουτοπίες, τα συλλογικά όνειρα ή ακόμη και το λειψό κοινωνικό κράτος. Μας ζητάει να σηκώσουμε τα μανίκια και να βρούμε τη προσωπική μας θέση στην Ειδική Οικονομική Ζώνη.

Εκεί είναι ωραία, ζεστά και ήπια. Εκεί, άνθρωποι που δεν συμμετέχουν στην συλλογική κατάρρευση, πίσω από ένα μικρόφωνο μας εξηγούν ποιά είναι η μόνη πιθανή θέση μας. Μας εξηγούν ότι πια για μας δεν γίνεται τίποτα. Όλα έχουν κριθεί.

Κάθε εξήγηση ξεκινά με ένα ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΤΕ; ΝΑΙ ή ΌΧΙ;

Δημοσιεύτηκε από τον kavvathas

Δημοσιογράφος, εκδότης,παρατηρητής γεγονότων, (πρώην)οδηγός αγώνων. Πάντα χειριστής ανεποπτέρων, αεροπλάνων και ελικοπτέρων -Journalist, publisher, (ex)racing & rally driver. Pilot (glider, plane + helicopter) Η δραστηριότητα του Κώστα Καββαθά στο χώρο της έντυπης δημοσιογραφίας ξεκίνησε το 1959 από το περιοδικό «Ταχύτης», που είχε ως αντικείμενό του τους αγώνες αυτοκινήτου. Eκδόθηκε για λίγο καιρό από την «Ecurie Eρμής», έναν από τους παλαιότερους συλλόγους φίλων της Αυτοκίνησης που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα. Το 1963 ξεκίνησε η συνεργασία του με την εφημερίδα «Μεσημβρινή», στην οποία κράτησε τη στήλη του αυτοκινήτου για τρία περίπου χρόνια. Το 1966 δούλεψε στο εβδομαδιαίο περιοδικό επικαιρότητας «Άλφα», το πρώτο στα εγχώρια χρονικά του Τύπου που, στην ύλη του, είχε σελίδες αφιερωμένες στο αυτοκίνητο. Λίγο αργότερα χρονολογείται η πρώτη προσπάθεια να εκδόσει δικό του περιοδικό, με τον Γιάννη Μπαρδόπουλο, το «Τροχοί+Δρόμοι», η οποία όμως διακόπηκε λίγο πριν το τυπογραφείο!Από την πρώτη απόπειρα σώζονται λίγες φωτογραφίες, τις οποίες θα μπορέσετε να δείτε όταν το Ιστολόγιο γίνει, επιτέλους, portal. Μετά από σύντομο πέρασμα από το «Νέο Αυτοκίνητο» των αδελφών Αντώνη και Μιχάλη Γρατσία, εντάχθηκε στο επιτελείο του περιοδικού «Αuto Eξπρές» του Σπύρου Γαλαίου, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1967. Σύντομα ανέλαβε τη θέση του αρχισυντάκτη, διαδεχόμενος τον Κυριάκο Κορόβηλα. Τον Οκτώβριο του 1970 ίδρυσε, με τη σύζυγό του Σοφία, το περιοδικό «4ΤΡΟΧΟΙ» και, όπως ήταν λογικό, έριξε εκεί το βάρος της αρθρογραφίας του. Παρ' όλα αυτά βρήκε χρόνο να γράφει στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Επίκαιρα», που όλοι οι παλιοί γνωρίζουν και που θεωρείται –ακόμη και σήμερα που εκδόθηκε ένα με τον ίδιο τίτλο- ως το καλύτερο του είδους που εκδόθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Τα άρθρα του Κ.Κ. στα "Ε" θα συμπεριληφούν σύντομα και σε αυτό το ιστολόγιο. Άρθρα του δημοσιεύτηκαν επίσης στην εφημερίδα «Το Βήμα» από το 1991 ως το 1998, καθώς και για ένα ...μικρό διάστημα(!) στην «Καθημερινή», μία άλλη ιστορία, που επίσης θα μπορέσετε να απολαύσετε εδώ σαν μία σπαρταριστή (στηγελοιότητά της) "κωμωδία". Σήμερα, εκτός από τα περιοδικά των «Τεχνικών Εκδόσεων», ο Κώστας Καββαθάς αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», από το πρώτο της φύλλο. Στο ενεργητικό του συμπεριλαμβάνονται -μέχρι στιγμής- δύο βιβλία: «Porsche, ο άνθρωπος και τα αυτοκίνητα» του Richard von Frankenberg, που μετέφρασε στα ελληνικά το 1972 μαζί με δύο ακόμη συναδέλφους του και «Το βιβλίο του Πραγματικού Οδηγού». Τα κείμενά του, έντονα συναισθηματικά, περιέχουν σχεδόν τα πάντα: περιγραφές από διεθνείς κι ελληνικούς αγώνες, ιστορίες από τα παλιά χρόνια του αυτοκινήτου, συνεντεύξεις από σημαντικά στελέχη αυτοκινητοβιομηχανιών και συμπεράσματα από τις εξαντλητικές δοκιμές των εκάστοτε νέων μοντέλων, κοινωνική κριτική και σχόλια για τα καλώς ή τα κακώς κείμενα της χώρας και των ανθρώπων της. Στα πρώτα χρόνια των «4Τροχών» έγραφε και τεχνικά άρθρα, καθώς και "συμβουλές" για την ασφαλή και ασφαλή και γρήγορη οδήγηση. Με το πέρασμα των δεκαετιών όμως αφ' ενός το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από την τεχνολογία στα ζαντολάστιχα και αφ΄ετέρου άλλοι, ικανότεροι ανέλαβαν (μικρός Νίνης, Έλλη Κοκκίνου, γελοτοποιός του αυτοκράτορα κλπ) και ο Κ.Κ. αποφάσισε πως, αρκετά με τα "τεχνικά άρθρα" που, άλλοστε, δεν γίνονται καταληπτά από τον "ανθό" της ελληνικής νεολαίας -έτσι όπως τον κατάντησαν οι ανεπάγγελτοι "πολιτικοί". Το 2009 ο Κώστας Καββαθάς συμπλήρωσε 50 χρόνια δημοσιογραφικήςςς και 40 εκδοτικής ζωής αν και η τελευταία δεν είναι ακριβώς όπως την οραματιζόταν για λόγους που αναφέρονται σε άλλες σελίδες του ιστολογίου…

One thought on “το τέλος της ιστορίας σε απευθείας μετάδοση

  1. Σωστό το βυτίο.
    Το καλύτερα γέλια των τελευταίων ημερών:
    α) Ο Βορίδης να απευθύνει το ερώτημα «Καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται; ΝΑΙ ή ΌΧΙ;»
    β) Ο Πάγκαλος κατηγορεί τον Κατρούγκαλο οτι υποκινεί τη βία!

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Αρέσει σε %d bloggers: